ΥΠΕΡΗΧΑ ΚΥΜΑΤΑ
(υπέρηχος U/S)
Τα υπέρηχα κύματα είναι ηχητικά κύματα μεγάλης συχνότητας, που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς. Έχουν την δυνατότητα να μεταδίδουν ενέργεια στο υλικό από το οποίο διέρχονται με εναλλακτική συμπίεση και αραίωση του υλικού. Τα θερμικά και τα μη θερμικά αποτελέσματα των υπέρηχων συμβάλουν καθοριστικά στη θεραπεία διαφόρων παθολογικών καταστάσεων. Για τα θερμικά τους αποτελέσματα χρησιμοποιούνται πριν την διάταση των βραχυσμένων μυϊκών ινών και για την μείωση του πόνου. Για τα μη θερμικά, χρησιμοποιούνται στην αύξηση της διαπερατότητας της κυτταρικής μεμβράνης έτσι ώστε να επιταχυνθεί η επούλωση των ιστών.
Πιο συγκεκριμένα ο υπέρηχος εφαρμόζεται σε:
- Μυϊκές θλάσεις και μυϊκή ινίτιδα
- Μετατραυματική αρθρίτιδα και περιαρθρίτιδα ώμου
- Ρευματοειδή αρθρίτιδα και σπονδυλαρθρίτιδα
- Κατάγματα οστών
- Τραυματισμούς τενόντων και συνδέσμων
- Οσφυαλγία, ισχιαλγία και αυχενική σπονδυλοαρθροπάθεια
- Επικονδυλίτιδες
- Περιπτώσεις νευραπραξίας
- Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα
Οι περιπτώσεις όπου αντενδείκνυται η εφαρμογή των υπέρηχων είναι οι εξής:
- Σε κακοήθεις νεοπλασίες
- Σε ασθενείς με βηματοδότη (μόνο για άνω κορμό και στη περιοχή γύρω από τον βηματοδότη)
- Στην περιοχή των οφθαλμών
- Στην βουβωνική περιοχή
- Σε μετεγχειρητικούς ασθενείς με μεταλλικά υλικά οστεοσύνθεσης
- Σε ισχαιμικές περιοχές
- Σε ασθενής με αιμορραγική προδιάθεση και υπαισθησία
Τεχνική Φωνοφόρεσης
Φωνοφόρεση είναι μια τεχνική εφαρμογής υπέρηχου, κατά την οποία μόρια αναλγητικών ουσιών οδηγούνται στους φλεγμαίνοντες ιστούς μέσω του υπερηχητικού κύματος. Αυτή η διαδερμική χορήγηση φαρμάκου πλεονεκτεί σε σχέση με τη χορήγηση φαρμάκου από το στόμα, διότι έχει την ικανότητα να παρέχει μεγαλύτερη συγκέντρωση φαρμάκου τοπικά, ακριβώς δηλαδή στο σημείο της φλεγμονής, καθώς και να αποφεύγει τον ερεθισμό του στομάχου. Το φαρμακευτικό παρασκεύασμα μπορεί να φτάσει σε βάθος διείσδυσης 2-5 εκ. Το συνηθέστερο φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται κατά την φωνοφόρεση είναι κρέμα (γέλη) περιεκτικότητας 10% υδροκορτιζόνης ή λιδοκαΐνης (lidocaine), ινδομεθακίνης (indocid) κ.τ.λ.{π.χ.: Voltaren emulgel}



